βαστάζων

βαστάζων
βαστάζω
lift up
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαστάζος — ο 1. ο αχθοφόρος 2. χυδαίος, πρόστυχος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βαστάζων τού ρ. βαστάζω (πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, διάκος < διάκων, δράκος < δράκων, χάρος < χάρων κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… …   Dictionary of Greek

  • διάκος — ο ο διάκονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάκων < διάκονος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων, Χάρος < Χάρων)] …   Dictionary of Greek

  • μεσάζος — μεσάζος, ὁ (Μ) 1. ανώτατος αξιωματούχος τής βυζαντινής Αυλής 2. μεσολαβητής 3. φρ. «μέγας μεσάζος» ανώτατος άρχοντας, διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τής μτχ. μεσάζων τού ρ. μεσάζω, κατά τα αρσ. σε ος (πρβλ. βαστάζος <… …   Dictionary of Greek

  • νωτάρης — νωτάρης, ες (Α) (κατά το λέξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ νώτου αἴρων καὶ βαστάζων». [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”